συμφεροντολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμφεροντολόγος < συμφέρον, συμφεροντ- + -ο- + -λόγος [1]
- και (ουσιαστικοποιημένο)
Επίθετο[επεξεργασία]
συμφεροντολόγος, -α/ος, -ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμφεροντολόγος αρσενικό (θηλυκό συμφεροντολόγα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις συμφέρον και λόγος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ συμφεροντολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -α' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'κερδοφόρος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)