account for
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | account for |
γ΄ ενικό ενεστώτα | accounts for |
αόριστος | accounted for |
παθητική μετοχή | accounted for |
ενεργητική μετοχή | accounting for |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
account for (en)
- εξηγώ, είναι η εξήγηση ή η αιτία για κάτι
- δίνω λογαριασμό σε κάποιον για κάτι
- δίνω λογαριασμό για το πώς ξοδεύτηκαν τα χρήματα που είχα στη φροντίδα μου
- ↪ He must account for every euro.
- Πρέπει να δίνει λογαριασμό για κάθε ευρώ.
- ↪ He must account for every euro.
- λογαριάζω, θεωρώ κάτι
Πηγές[επεξεργασία]
- account for - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 306, 506, 507. ISBN 9780194325684., λήμμα: εξηγώ, λογαριάζω, λογαριασμός