ĉarpent-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ĉarpent- < γαλλική charpente
Ρίζα[επεξεργασία]
ĉarpent- (eo)
- ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: ξυλουργική
ĉarpent- (eo)