łuk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
łuk (pl) αρσενικό
- (μαθηματικά, φυσική, κοινά) το τόξο
- η αψίδα
Δείτε επίσης : Luk, luk, Luuk, luukk, Łuk. |
łuk (pl) αρσενικό