şampuan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

şampuan < (άμεσο δάνειο) γαλλική shampooing[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʃɑmpuˈɑn/
τυπογραφικός συλλαβισμός: şam‐pu‐an

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

şampuan (tr)

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. şampuan - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν