şişlemek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʃiʃ.lɛˈmɛc/
Ρήμα[επεξεργασία]
şişlemek (tr)
- μαχαιρώνω με βελόνα (μεταλλικό εργαλείο για πλέξιμο)