μαχαιρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαχαιρώνω < μαχαίρ(ι) + -ώνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ma.çeˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐χαι‐ρώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

μαχαιρώνω, αόρ.: μαχαίρωσα, παθ.φωνή: μαχαιρώνομαι, π.αόρ.: μαχαιρώθηκα, μτχ.π.π.: μαχαιρωμένος

  1. πλήττω με μαχαίρι κάποιον, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό ή τον σκοτωμό του
  2. (μεταφορικά) εξουθενώνω, τραυματίζω, πληρώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη μαχαίρι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]