šnek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- šnek < (άμεσο δάνειο) γερμανική Schnecke
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
šnek (cs) αρσενικό
Δείτε επίσης : snek |
šnek (cs) αρσενικό