Απόλλωνας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

άγαλμα του Απόλλωνα που κρατά λύρα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Απόλλωνας < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Απόλλωνας αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) ο θεός του φωτός → δείτε τη λέξη Ἀπόλλων
  2. παράλιο χωριό στη Β-ΒΑ Νάξο, παραλία και όρμος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]