χωριό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Χωριό, χωρίο, Κατηγορία:Χωριά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χωριό τα χωριά
      γενική του χωριού των χωριών
    αιτιατική το χωριό τα χωριά
     κλητική χωριό χωριά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα ορεινό χωριό
ένα παραθαλάσσιο χωριό

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χωριό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χωριόν < αρχαία ελληνική χωρίον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xoɾˈʝo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χω‐ριό
ομόηχο: Χωριό
τονικό παρώνυμο: χωρίο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χωριό ουδέτερο

  1. (γεωγραφία) οικισμός που αποτελείται από λίγα σπίτια και κατοίκους λιγότερους από αυτούς της πόλης και της κωμόπολης
    το νησί μας έχει μικρά χωριά και καμία πόλη
    → δείτε  Κατηγορία:Χωριά της Ελλάδας στο Βικιλεξικό
  2. (συνεκδοχικά) το σύνολο των κατοίκων του οικισμού, οι χωρικοί
    σε όλο το χωριό είχε πέσει βουβαμάρα
  3. (στον καθημερινό λόγο) η ιδιαίτερη πατρίδα, ο τόπος καταγωγής
    δεν καταλαβαίνω από αυτά, είμαι από χωριό εγώ

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

όπως ενδεικτικά

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]