by

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: BY, .by

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /baɪ/

Πρόθεση[επεξεργασία]

by (en)

  1. με, χρησιμοποιείται για να δηλώσει πώς ή με ποιον τρόπο γίνεται κάτι
    We will return by taxi/airplane/walking.
    Θα γυρίσουμε με ταξί/αεροπλάνο/τα πόδια.
    He sent me my books by mail.
    Mου έστειλε τα βιβλία μου με το ταχυδρομείο.
    I am paying by card.
    Πληρώνω με κάρτα.
  2. κοντά σε, στο πλάι ή δίπλα σε κάποιον ή κάτι
    by the sea/the river - κοντά στη θάλασσα/στο ποτάμι
    He went and stood by the window.
    Πήγε και στάθηκε κοντά στο παράθυρο.
    Sit by me.
    Κάθησε κοντά μου.
    She took a book and got comfortable by the fireplace.
    Πήρε ένα βιβλίο και βολεύτηκε πλάι στο τζάκι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη beside
  3. με, χρησιμοποιείται, συνήθως μετά από ένα παθητικό ρήμα, για να δηλώνει ποιος ή τι κάνει, δημιουργεί ή προκαλεί κάτι
    He was wounded by a nail.
    Πληγώθηκε με ένα καρφί.
  4. μέχρι, όχι αργότερα από την αναφερόμενη ώρα
    The children will have seen the match by nighttime.
    Τα παιδιά θα έχουν δει το ματς μέχρι τη νύχτα.
  5. κατά, για, χρησιμοποιείται για να δείξει το βαθμό ή την ποσότητα κάτι
    Salaries/prices will rise by 10%.
    Οι μισθοί/τιμές θα αυξηθούν κατά 10%.
    We lost by thirty two points.
    Χάσαμε για τριάντα δύο πόντους.
  6. (με the) με, χρησιμοποιείται να δηλώσει την περίοδο ή την ποσότητα που χρησιμοποιείται για την αγορά, την πώληση ή τη μέτρηση κάτι
    He is paid by the month/by the hour.
    Πληρώνεται με το μήνα/με την ώρα.
    They come cheaper if you buy them by the dozen.
    Έρχεται φτηνότερο αν τ' αγοράσεις με τη ντουζίνα.
  7. με, χρησιμοποιείται να δηλώσει το ρυθμό με τον οποίο συμβαίνει κάτι
    I was changing day by day.
    Άλλαζα μέρα με τη μέρα.
  8. μέσω, διαμέσου
  9. κατά (μια χρονική περίοδο)
  10. μέχρι, έως, ως
  11. από

Επίρρημα[επεξεργασία]

by (en)

  1. δίπλα, κοντά, πλάι, πλησίον
  2. στην άκρη
  3. πέρα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

by (no)


Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : //
 

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

by (pl) αρσενικό

  1. για, για να, ώστε
  2. δυνητικό θα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • στη λέξη μπορεί να μεταβιβάζονται οι καταλήξεις του ρήματος



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

by (sv)