ώστε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ώστε < αρχαία ελληνική ὥστε < ὥς + τε
Προφορά
[επεξεργασία]Σύνδεσμος
[επεξεργασία]ώστε : συμπερασματικός και αποτελεσματικός σύνδεσμος που εισάγει συνήθως δευτερεύουσες προτάσεις και μερικές φορές, όταν προτάσσεται στην αρχή περιόδου ή πρότασης, μπορεί να εισάγει και κύριες. Όταν εισάγει κύριες προτάσεις, είναι συνώνυμο του «λοιπόν».
- με σκοπό να... , έτσι που να... (η δευτερεύουσα πρόταση περιγράφει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα)
- διαβάζει πολύ ώστε να γράψει καλά στις εξετάσεις
- με αποτέλεσμα να... (η δευτερεύουσα πρόταση περιγράφει το πραγματικό αποτέλεσμα)
- έχει τόση αυστηρότητα, ώστε καταντά αντιπαθητικός
- κύρια πρόταση
- Ώστε ήρθες επιτέλους!
- Ώστε δεν πεινάς, αφού έφαγες έξω!