λοιπόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λοιπόν < ελληνιστική λοιπόν < αρχαία ελληνική λοιπός
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
λοιπόν
- χρησιμοποιείται σαν συμπερασματικός σύνδεσμος, για να εισαγάγει μια πρόταση που αποτελεί λογικό συμπέρασμα της προηγούμενης:
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- και λοιπόν;
- λοιπόν;
- το λοιπόν: λαϊκότροπο λοιπόν
- το λοιπόν;
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λοιπόν
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λοιπόν < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα[επεξεργασία]
λοιπόν
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
λοιπόν
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Σύνδεσμοι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επιρρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)