Αρταξέρξης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αρταξέρξης < αρχαία ελληνική Ἀρταξέρξης < αρχαία περσική 𐎠𐎼𐎫𐎧𐏁𐏂𐎠 (Artaxšaça)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αρταξέρξης αρσενικό