Βόιτσεχ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Nα ελεγχθούν ετυμολογία, μεταφράσεις, και το Βόιτσεκ Sarri.greek 12:13, 27 Ιουνίου 2020 (UTC).


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βόιτσεχ < πολωνική Wojciech < αρχαία πολωνικά: wój «πόλεμος, πολεμικός» + αρχαία πολωνικά: ciech < αρχαία πολωνικά: tech «χαρά, ευχαρίστηση». Συγγενείς, τσεχική Vojtěch and σλοβακική Vojtech.

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βόιτσεχ αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]