ΓΓΕΕ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
ΓΓΕΕ θηλυκό αρκτικόλεξο
- ελληνική δημόσια αρχή υπεύθυνη για ζητήματα ενημέρωσης σχετικά με το κυβερνητικό έργο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ΓΓΕΕ στη Βικιπαίδεια