γενική γραμματεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γενική γραμματεία < → δείτε τις λέξεις γενικός και γραμματεία
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
γενική γραμματεία θηλυκό
- διοικητικό όργανο κάποιου φορέα, υπηρεσίας ή κόμματος
- ↪Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας
- ※ Σύμφωνα με σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος, συστήνονται τρεις νέες γενικές γραμματείες και αντίστοιχες θέσεις γενικών γραμματέων, στα υπουργεία Οικονομικών, Εργασίας και Περιβάλλοντος.
- Τρεις νέες γενικές γραμματείες στα υπουργεία Οικονομικών, Εργασίας και Περιβάλλοντος (12 Ιανουαρίου 2022), Η Καθημερινή
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γενική γραμματεία
|
Πηγές[επεξεργασία]
- γραμματεία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)