ΔΕΣΦΑ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΔΕΣΦΑ < Διαχειριστής Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈðe.sfa/

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Δ.Ε.Σ.Φ.Α. αρσενικό ακρωνύμιο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]