Δαλάι Λάμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Δαλάι Λάμα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Dalai Lama < θιβετιανή ཏཱ་ལའི་བླ་མ < μογγολική ᠳᠠᠯᠠᠢ (dalai: ωκεανός) + θιβετιανή བླ་མ (bla ma: δάσκαλος, γκουρού)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Δαλάι Λάμα αρσενικό άκλιτο
- (βουδισμός) τίτλος ενός από τους δύο ηγέτες του Λαμαϊσμού (θιβετιανού βουδισμού) (ο άλλος ηγέτης είναι ο Παντσέν Λάμα)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα θιβετιανά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μογγολικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Βουδισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)