Δεινόμαχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δεινόμαχος < δεινό- + -μαχος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δεινόμαχος αρσενικό