ΕΝΑ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΕΝΑ <
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Ε.Ν.Α. θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο, προφέρεται "ενά"
- η νέα ονομασία της άλλοτε ναυτονομίας του ΠΝ