ΚΑΔ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΚΑΔ < Κωδικός Αριθμός Δραστηριότητας

Συντομομορφή[επεξεργασία]

ΚΑΔ αρσενικό ακρωνύμιο

  • (οικονομία) αριθμός που εκδίδει το Υπουργείο Οικονομικών, ο οποίος δηλώνει τον κλάδο δραστηριότητας μιας επιχείρησης
    ※  Δικαίωμα ένταξης έχουν ανεξαρτήτως ΚΑΔ οι ιδιωτικές επιχειρήσεις κάθε νομικής μορφής οι οποίες έχουν την έδρα τους ή μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα και λειτουργούν νομίμως οι οποίες έχουν πληγεί οικονομικά λόγω της εμφάνισης και διάδοσης του κορωνοϊού (πτώση τζίρου). (Επιστρεπτέα προκαταβολή: Ανοιχτό το ενδεχόμενο για παράταση υποβολής αιτήσεων, εφημ. Τα Νέα, 22 Ιουνίου 2020)