Κροντήρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κροντήρης < παρωνύμιο, κροντήρ(ι) + -ης

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κροντήρης αρσενικό (θηλυκό Κροντήρη)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

επώνυμα:

Μεταγραφές

[επεξεργασία]