Κρονότεκνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κρονότεκνος < Κρόν(ος) + -ό- + -τεκνος (τέκνον)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κρονότεκνος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]