Πασχάλιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Πασχάλιος < πασχάλιος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Πασχάλιος αρσενικό

  • ανδρικό όνομα
    ※  Ο προ μικρού τότε προχειρισθείς πάπας Πασχάλιος, την μεν πρεσβείαν ταύτην δεν έδέχθη, έδεξιώθη δε έξ έναντίας ευμενώς τους μοναχούς τους αποσταλέντας υπό του Θεοδώρου και τών οπαδών αυτού (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Κωνσταντίνος Παραρρηγόπουλος, 1886, σελ. 630)