Σακεσπείρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σακεσπείρος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σακεσπείρος αρσενικό
- (παρωχημένο) ανδρικό επώνυμο, ελληνική απόδοση του Shakespeare (Σαίξπηρ)