Συζήτηση:μεράκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

ίμερος = έντονο πάθος κυρίως ερωτικό, ίδια ακριβώς σημασία στα αρχαία και σήμερα. Και έγινε μεράκι με σίγηση του αρχικού φωνήεντος, ίμερος ιμεράκι μεράκι. Όπως όμμα ομμάτιον μάτι ματάκι, ολίγον λίγο λιγάκι κλπ, κλπ.

Όχι βέβαια! Δεν προκύπτουν έτσι αστήριχτα οι ετυμολογήσεις. Αν προέρχεται από το ἵμερος, πού είναι οι ενδιάμεσοι τύποι *ἱμεράκιον στην (ελληνιστική κοινή) και *μεράκιν στην μεσαιωνική ελληνική; Και γιατί να μην προέρχεται από τη σικελική πόλη Ἱμέρα, που οι κάτοικοί της είχαν πολλά μεράκια; Αυτά είναι παντελώς αντιεπιστημονικά πράγματα (κανένα σοβαρό λεξικό δεν τα αναφέρει) και ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ ΔΙΑ ΡΟΠΑΛΟΥ στο βικιλεξικό… Δείτε τη σωστή ετυμολόγηση στο λήμμα μεράκι. --sVlioras (συζήτηση) 09:31, 15 Ιουλίου 2019 (UTC)[απάντηση]