Συζήτηση:πάσχω
Διαμόρφωση ετυμολογίας[επεξεργασία]
Ευχαριστούμε ☏ PastelKos για τη μετάφραση της ετυμολ. πάσχω στο αγγλικό Βικιλεξικό
Όπως θυμάστε, στο el.wikt. γράφονται οι ετυμολογίες πιο τηλεγραφικά, χωρίς πολλά ρήματα, και χρησιμοποιώντας το σύμβολο <. Γενικά το λήμμα αυτό είναι τελείως αδιαμόρφωτο (δεν έχει κλίσεις, πηγές, τίποτα), άρα χρειάζεται πολλή δουλειά. (η αναβάθμιση των ρηματικών κλίσεων εκκρεμεί ακόμη).
Θα το γράφαμε κάπως έτσι, με πηγή ref {{Π:Μπαμπινιώτης 2010}}
που λέει ακριβώς αυτά για τις ρίζες, και με {{R:grc:Beekes}}
για την άποψη του Beekes.
Δεν μελετάω ετυμολογία, απλώς ασχολούμαι με τη διαμόρφωση κειμένων στο ΒΛεξικό. Θα μετέφερα τη μετάφρασή σας κάπως έτσι -αν δεν κάνω λάθος, οι τροπές παριστάνονται συνήθως φωνητικά?? δεν είμαι σίγουρη για τ' αρχαία: Κάντε διορθώσεις αν έχετε κι άλλες πηγές, για να το μεταφέρουμε στο σώμα λήμματος.
πρέπει να φτιάξουμε λήμματα για τα είδη βαθμίδας στο μεταπτωτική βαθμίδα...
Ετυμολογία[επεξεργασία]
- πάσχω < *παθ-σκω < μηδενισμένη βαθμίδα παθ- (όπως και στον αόριστο β' ἔπαθον) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷendʰ- (πάσχω, αντέχω) + -σκω με αποβολή του θήτα [tʰs] > [s] και μεταφορά της δάσυνης [k] > [kʰ] (σκ > σχ) Συγγενική με την ιρλανδική γαελική céas. Άλλες βαθμίδες:
- μέλλοντας πείσομαι < πλήρης βαθμίδα (απαθής βαθμίδα) πενθ-' *kʷendʰ- *πενθ-σομαι με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος [ntʰs] > [s] και αναπληρωματική έκταση ε > ει. Ίσως και στη μυκηναϊκή 𐀳𐀨𐀟𐀳 (Te-ra-pe-te) (*Τελα-πένθης (αυτός που υποφέρει από βάσανα)
- παρακείμενος πέ-πονθ-α < ετεροιωμένη βαθμίδα πονθ- *kʷondʰ-:
Ο Beekes και άλλοι συνδέουν με την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰendʰ- (δένω) με σημασιολογική μετατόπιση από το "είμαι δεμένος" στο "πάσχω, υποφέρω". Αν αυτό ισχύει, συγγενής με την πενθερός/πεθερός.