Τρώες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Τρώες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Τρώες
|