έντρανς πολ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έντρανς πολ < αγγλική entrance poll

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

έντρανς πολ ουδέτερο, πληθυντικός έντρανς πολς

  1. δημοσκόπηση εισόδου (εκλογέων), που πραγματοποιείται από δημοσκόπους πριν ή κατά την είσοδο των εκλογέων στα εκλογικά τμήματα
    "τα αποτελέσματα των έντρανς πολς δημοσιοποιούνται μετά το πέρας της ψηφοφορίας".

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]