έντρανς πολ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έντρανς πολ < αγγλική entrance poll
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έντρανς πολ ουδέτερο, πληθυντικός έντρανς πολς
- δημοσκόπηση εισόδου (εκλογέων), που πραγματοποιείται από δημοσκόπους πριν ή κατά την είσοδο των εκλογέων στα εκλογικά τμήματα
- "τα αποτελέσματα των έντρανς πολς δημοσιοποιούνται μετά το πέρας της ψηφοφορίας".
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έντρανς πολ
|