έσιαξα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈe.sça.ksa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐σια‐ξα

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

έσιαξα

  1. α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος σιάζω
  2. α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος σιάχνω