έχων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έχων < αρχαία ελληνική ἔχων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἔχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seǵʰ-
Επίθετο[επεξεργασία]
έχων, έχουσα, έχον