έχω αγανακτήσει
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
έχω αγανακτήσει
- α' ενικό οριστικής παρακειμένου του ρήματος αγανακτώ
- (+ να) α' ενικό υποτακτικής παρακειμένου του ρήματος αγανακτώ
- (+ θα) α' ενικό συντελεσμένου μέλλοντα α' του ρήματος αγανακτώ