αγωνιστώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αγωνιστώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγωνίζομαι
- θα αγωνιστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγωνίζομαι