αδυνατίζοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
αδυνατίζοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αδυνατίζω
- ↪ Αδυνατίζοντας κατάφερα να ρίξω και το σάκχαρό μου.
- ↪ Αδυνατίζοντας έπεφτε σταδιακά και το σάκχαρό μου.