αεροπορικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αεροπορικώς < αεροπορικ(ός) + -ώς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.e.ɾo.po.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ε‐ρο‐πο‐ρι‐κώς
ομόηχο: αεροπορικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

αεροπορικώς (τροπικό επίρρημα)

  • κάτι ή κάποιος που ήρθε με αεροπλάνο
    Το γράμμα μας ήρθε αεροπορικώς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]