αεροστεγώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αεροστεγώς < αεροστεγής + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

αεροστεγώς

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]