αεροστεγώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αεροστεγώς < αεροστεγής + -ως
Επίρρημα[επεξεργασία]
αεροστεγώς
- με αεροστεγή τρόπο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αεροστεγής, αέρας και στέγη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεροστεγώς