αιμορραγήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αιμορραγήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αιμορραγώ
  2. θα αιμορραγήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αιμορραγώ
  3. να αιμορραγήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αιμορραγώ