αισιοδοξώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αισιοδοξώ < αισιόδοξος

Ρήμα[επεξεργασία]

αισιοδοξώ

  • είμαι αισιόδοξος για μία συγκεκριμένη υπόθεση, πιστεύω ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν κατά τρόπο θετικό
αισιοδοξώ ότι θα κερδίσουμε τη δίκη

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]