ακαριαία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακαριαία < ακαριαίος

Επίρρημα[επεξεργασία]

ακαριαία

  • ευθύς αμέσως, χωρίς να μεσολαβήσει ένα χρονικό διάστημα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]