ακατονόμαστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακατονόμαστα < ακατονόμαστος

Επίρρημα[επεξεργασία]

ακατονόμαστα

  • χωρίς να μπορεί κάποιος ούτε καν να προφέρει το όνομα μιας φοβερής πράξης ή προσώπου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]