ακούσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ακούσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ακούω
  2. θα ακούσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακούω
  3. να ακούσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακούω