ακόμη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακόμη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκομήν < ἀκομή με μετακίνηση τόνου < αρχαία ελληνική ἀκμήν, αιτιατική του ἀκμή με ανάπτυξη [o][1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈko.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κό‐μη

Επίρρημα[επεξεργασία]

ακόμη ή ακόμα

  1. εκφράζει τη συνέχεια κάποιου πράγματος, κάτι που συνεχίζει κάποιος να κάνει, που δεν το έχει σταματήσει ή δεν το έχει ολοκληρώσει
    ακόμη γράφει την εργασία του, θα σου τηλεφωνήσει μόλις τελειώσει
  2. (με άρνηση) δηλώνει ότι κάτι δεν έγινε ενώ αναμενόταν να είχε γίνει
    ακόμη δεν της έδωσες πίσω το βιβλίο;
  3. (+ να) δηλώνει κάτι που δεν έχει γίνει μέχρι τώρα
    ※  Ένα πρωί το Στράτο τον πιάνει η μηχανή, τον βάζει από κάτω κι ακόμη να φανεί (Φώντας Λάδης, Ο Στράτος)
  4. (με επίθετο συγκριτικού βαθμού) δίνει έμφαση στο βαθμό της ιδιότητας που δηλώνει το επίθετο
    όχι μόνο τον μάλωσε αλλά ακόμη χειρότερο του έβρισε την μάνα
  5. (+ λίγο)
    1. σε μικρό χρονικό διάστημα από τώρα
      ※ Λίγο ἀκόμα / θὰ ἰδοῦμε τὶς ἀμυγδαλιὲς ν᾿ ἀνθίζουν / τὰ μάρμαρα νὰ λάμπουν στὸν ἥλιο / τὴ θάλασσα νὰ κυματίζει (Γιώργος Σεφέρης, Μυθιστόρημα)
    2. για μικρή αύξηση ποσότητας ενός πράγματος
      επέμενε να μείνει στο κρεβάτι, προσπαθώντας να κερδίσει λίγο ύπνο ακόμα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • και που 'σαι ακόμη/α: όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι θα ακολουθήσουν και καλύτερα ή χειρότερα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]