αμπιγιέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμπιγιέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική habilleur
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμπιγιέρ αρσενικό άκλιτο (θηλυκό αμπιγιέζ)
- (θέατρο, ενδυμασία, επάγγελμα) άνδρας που βοηθάει τους ηθοποιούς να ντυθούν (να φορέσουν τα κοστούμια μιας θεατρικής παράστασης, ενός κινηματογραφικού γυρίσματος κ.λπ.)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Θέατρο (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)