ανέκφραστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανέκφραστα < ανέκφραστος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανέκφραστα
- με τρόπο ανέκφραστο, που δεν προδίδει-φανερώνει-υποδηλώνει συναισθηήματα
- Παρακολουθούσε την ταινία ανέκφραστα, σαν να ήταν αλλού το μυαλό του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανέκφραστα
|