αναπλέκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπλέκω < αρχαία ελληνική ἀναπλέκω < ἀνά + πλέκω
Ρήμα[επεξεργασία]
αναπλέκω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πλέκω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλέκω
|