αναπλέκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀναπλέκω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναπλέκω < αρχαία ελληνική ἀναπλέκω < ἀνά + πλέκω

Ρήμα[επεξεργασία]

αναπλέκω

  1. πλέκω
  2. σχηματίζω πλεξούδες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]