αναφυτεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναφυτεύω < αρχαία ελληνική ἀναφυτεύω
Ρήμα[επεξεργασία]
αναφυτεύω
- φυτεύω ξανά ένα φυτό, το μεταφυτεύω (παρωχημένο) ή πάντως με σπάνια χρήση
- φυτεύω ξανά φυτά σε μια περιοχή που έχει χάσει τη βλάστησή της για διάφορους λόγους
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναφυτεύω | αναφύτευα | θα αναφυτεύω | να αναφυτεύω | αναφυτεύοντας | |
β' ενικ. | αναφυτεύεις | αναφύτευες | θα αναφυτεύεις | να αναφυτεύεις | αναφύτευε | |
γ' ενικ. | αναφυτεύει | αναφύτευε | θα αναφυτεύει | να αναφυτεύει | ||
α' πληθ. | αναφυτεύουμε | αναφυτεύαμε | θα αναφυτεύουμε | να αναφυτεύουμε | ||
β' πληθ. | αναφυτεύετε | αναφυτεύατε | θα αναφυτεύετε | να αναφυτεύετε | αναφυτεύετε | |
γ' πληθ. | αναφυτεύουν(ε) | αναφύτευαν αναφυτεύαν(ε) |
θα αναφυτεύουν(ε) | να αναφυτεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναφύτεψα | θα αναφυτέψω | να αναφυτέψω | αναφυτέψει | ||
β' ενικ. | αναφύτεψες | θα αναφυτέψεις | να αναφυτέψεις | αναφύτεψε | ||
γ' ενικ. | αναφύτεψε | θα αναφυτέψει | να αναφυτέψει | |||
α' πληθ. | αναφυτέψαμε | θα αναφυτέψουμε | να αναφυτέψουμε | |||
β' πληθ. | αναφυτέψατε | θα αναφυτέψετε | να αναφυτέψετε | αναφυτέψτε | ||
γ' πληθ. | αναφύτεψαν αναφυτέψαν(ε) |
θα αναφυτέψουν(ε) | να αναφυτέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναφυτέψει | είχα αναφυτέψει | θα έχω αναφυτέψει | να έχω αναφυτέψει | ||
β' ενικ. | έχεις αναφυτέψει | είχες αναφυτέψει | θα έχεις αναφυτέψει | να έχεις αναφυτέψει | ||
γ' ενικ. | έχει αναφυτέψει | είχε αναφυτέψει | θα έχει αναφυτέψει | να έχει αναφυτέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναφυτέψει | είχαμε αναφυτέψει | θα έχουμε αναφυτέψει | να έχουμε αναφυτέψει | ||
β' πληθ. | έχετε αναφυτέψει | είχατε αναφυτέψει | θα έχετε αναφυτέψει | να έχετε αναφυτέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναφυτέψει | είχαν αναφυτέψει | θα έχουν αναφυτέψει | να έχουν αναφυτέψει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναφυτεύω
|