αντέτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντέτ < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική عادت (âdet)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈdet/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντέτ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντέτ ουδέτερο, άκλιτο
- (ιδιωματικό) το έθιμο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 51.