αντιγράψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αντιγράψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντιγράφω
  2. θα αντιγράψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιγράφω
  3. να αντιγράψει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιγράφω