αντιγράψει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αντιγράψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντιγράφω
- θα αντιγράψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιγράφω
- να αντιγράψει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιγράφω