αξιώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αξιώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αξιώνω
  2. θα αξιώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αξιώνω
  3. να αξιώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αξιώνω